απολαβαίνω

απολαβαίνω
βλ. απολαμβάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απολαβαίνω — 1. ωφελούμαι, κερδίζω: Τι απολαβαίνεις από τη δουλειά σου; 2. ευχαριστιέμαι, χαίρομαι: Καθόταν κι απολάβαινε τη δροσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολαμβάνω — και απολαβαίνω απολάμβανα, ευχαριστιέμαι, χαίρομαι κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”